φθόνε

φθόνε
φθόνος
ill-will
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θανατόπνους — θανατόπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που αποπνέει θάνατο, που αναδίδει την οσμή τού θανάτου («ὦ φθόνε,...θανατόπνοον ἄνθος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + πνους (< πνοή), πρβλ. ά πνους, ηδύ πνους] …   Dictionary of Greek

  • ταρτάρινος — ον, Μ [Τάρταρος] 1. δεινός, τρομερός («ὦ φθόνε, πλοῑον πισσοειδές, ταρτάρινον», ΨΧρυσ.) 2. ταρταρηφόρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”